- λουλάς
- και λουλές, ο1. η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο2. το κοίλο μέρος τής καπνοσύριγγας ή τού τσιμπουκιού, όπου τοποθετείται ο καπνός3. η πήλινη εστία τού ναργιλέ, όπου τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lula].
Dictionary of Greek. 2013.